- Αιδοσδε
- ἈϊδόσδεἈϊδόσ-δεadv. в Аид Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἄιδοσδε — Ἄϊδόσδε , Αἵδης indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… … Dictionary of Greek